- φετφάς
- φετφάς, ο και φετβάς, οπληθ. -άδες (λ. τουρκ.)1. επίσημη γνωμοδότηση ή ερμηνεία από μουφτή ή ιμάμη σε θρησκευτικό ή νομικό ζήτημα του ιερού μουσουλμανικού δικαίου.2. κάθε αυθαίρετη διαταγή ή γνωμοδότηση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.